σπήκερ

σπήκερ
ο, Ν
άκλ.
1. εκφωνητής ειδήσεων, ιδίως σε ραδιοφωνικό σταθμό
2. (στη Μεγάλη Βρετανία) ο πρόεδρος τής Βουλής τών Κοινοτήτων
3. (στις Ηνωμένες Πολιτείες) ο πρόεδρος τής Βουλής τών Αντιπροσώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. speaker].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Χάρλεϊ, Ρόμπερτ κόμης της Οξφόρδης — (Harley, 1661 – 1724). Άγγλος πολιτικός. Το 1869 εξελέγη βουλευτής και αρχικά πήγε με το μέρος των Ουίγων, αργότερα όμως συμμάχησε με τους Τόρηδες και κατόρθωσε να αποκτήσει τέτοια επιρροή, ώστε το 1701 εξελέγη κοινοβουλευτικός εκπρόσωπός τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”