- σπήκερ
- ο, Νάκλ.1. εκφωνητής ειδήσεων, ιδίως σε ραδιοφωνικό σταθμό2. (στη Μεγάλη Βρετανία) ο πρόεδρος τής Βουλής τών Κοινοτήτων3. (στις Ηνωμένες Πολιτείες) ο πρόεδρος τής Βουλής τών Αντιπροσώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. speaker].
Dictionary of Greek. 2013.